τίλση

τίλση
η / τίλσις, -εως, ΝΑ [τίλλω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τίλλω, βίαιη απόσπαση, κυρίως τριχών, μάδημα
νεοελλ.
1. (σχετικά με ύφασμα) ξέφτισμα, κουρέλιασμα
2. λανάρισμα
αρχ.
(σχετικά με χόρτα) εκρίζωση, ξερίζωμα («τίλσις χόρτου», πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πτερότιλση — η, Ν (ιδίως κατά την εποχή τής πτερορρύησης) η αφαίρεση τών πτίλων ζωντανού πτηνού προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως υλικό για το γέμισμα μαξιλαριών και παπλωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερό + τίλση (< τίλλω «μαδώ»)] …   Dictionary of Greek

  • τίλμα — το, ΝΑ [τίλλω] μοτός, ξαντό νεοελλ. στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών αρχ. 1. τίλση 2. καθετί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”